στυπτικότητα

στυπτικότητα
η, Ν
η ιδιότητα, το γνώρισμα τού στυπτικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυπτικός. Η λ., στον λόγιο τ. στυπτικότης, μαρτυρείται από το 1831 στον Δ. Πύρρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στυπτικότητα — η το να είναι κάτι στυπτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στύψη — η / στῡψις, ύψεως, ΝΜΑ [στύφω] 1. (για εδώδιμο) στυφάδα, στυπτικοτητα 2. (στη βαφική) εμβάπτιση σε στυπτική ουσία υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το χρώμα να είναι ανεξίτηλο νεοελλ. χημ. η στυπτηρία αρχ. 1. (σχετικά με δέρμα) συστολή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”